ζητοῦντες

ζητοῦντες
ζητέω
seek
pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • Minuscule 2427 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 2427 Text …   Wikipedia

  • αναθεωρητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναθεώρηση ή ο αρμόδιος γι αυτήν (π.χ. «αναθεωρητική Βουλή») 2. αυτός που επιφέρει αναθεώρηση (π.χ. «αναθεωρητική απόφαση δικαστηρίου») 3. ο μη προσηλωμένος στις δογματικές αρχές, στις δογματικές αυστηρότητες ενός… …   Dictionary of Greek

  • ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …   Dictionary of Greek

  • κυνοδρομώ — κυνοδρομῶ, έω (Α) 1. τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά 2. μτφ. τρέχω σαν σκύλος («ἐκυνοδρομοῡμεν ἀλλήλους ζητοῡντες», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δρομῶ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομώ, ταχυ δρομώ] …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”